απόβγαλμα

απόβγαλμα
το см. απόβαλμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απόβγαλμα" в других словарях:

  • εξάμβλωμα — το (AM ἐξάμβλωμα) έμβρυο πρόωρα γεννημένο νεοελλ. κάθε τερατώδες γέννημα ή κατασκεύασμα αρχ. εξάμβλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαμβλώ. Η λ. σήμαινε αρχικά «προϊόν αποβολής» και πιο συγκεκριμένα «το έμβρυο που απεβλήθη με εξάμβλωση, το απόβγαλμα», απ όπου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»